- περικνήμιος,
- περι-κνήμιος, u. περι-κνημίδιος, um die Wade
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικνήμιος — α, ο / περικνήμιος ον ΝΑ νεοελλ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) το περικνήμιο περίβλημα τής κνήμης, από δέρμα ή ύφασμα, που φοριέται από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, κυρίως από στρατιώτες, κυνηγούς, αγρότες, κν. γκέτα αρχ. 1. αυτός που φέρεται γύρω από … Dictionary of Greek